Αστυνομικός γένους θηλυκού!
«Ήταν μια μικροκαμωμένη, αδύνατη κοπέλα με κάτι μεγάλα γαλάζια εκφραστικά μάτια και μαύρα μαλλιά, κουρεμένα αγορίστικα. Το βλέμμα της ήταν έξυπνο, σπινθηροβόλο», έγραφα στο Τιρκουάζ* για την Ολίβια, την υπαστυνόμο. Ήταν ένας από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, αυτούς που εμφανίζονται λίγο για να επηρεάσουν την πλοκή, για να με βοηθήσουν να ξεσκεπάσω μυστικά που κόβουν την ανάσα.
Μεμιάς με συνάρπασαν τα αντιφατικά στοιχεία της προσωπικότητάς της, ο κοινωνικός της ρόλος. Ακτινοβολούσε δυναμισμό αυτή η κοπέλα και δεν ήταν μόνο εμφανίσιμη εξωτερικά, η ομορφιά της ψυχής της ήταν ολοφάνερη. Κι όσο περισσότερο τη «χρησιμοποιούσα», τόσο πιο πολύ κέρδιζε τον θαυμασμό μου. Φαινόταν ευφυής, δυναμική και ταυτόχρονα ευάλωτη. Υπεύθυνη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, με άριστες επικοινωνιακές δεξιότητες, είχε μάθει να θέτει από την αρχή τα όριά της. Ερχόταν καθημερινά αντιμέτωπη με το σκοτάδι, ισορροπούσε σε μια λεπτή γραμμή, έθετε σε κίνδυνο τον εαυτό της παλεύοντας να αντικρίσει το φως.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να σταματήσω να γράφω για εκείνη, πως θα ήταν η βασική ηρωίδα του επόμενου μυθιστορήματός μου.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε η Ολίβια.
Και κάπως έτσι βούτηξα στο επάγγελμα του αστυνομικού. Ένα επάγγελμα δύσκολο, που απαιτεί ήθος, δυναμισμό και θάρρος, επιβλητικότητα, ευστροφία, αντίληψη, κοινωνικές δεξιότητες, παρατηρητικότητα, πειθαρχία, συνέπεια, ψυχραιμία. Αλλά και εντιμότητα, ακεραιότητα, σεβασμό στους νόμους και στα δικαιώματα των πολιτών.
Είναι ποτέ δυνατόν όλοι οι αστυνομικοί, που καθημερινά αναλαμβάνουν την τήρηση της τάξης, την προστασία των πολιτών, την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος, να διαθέτουν όλα αυτά τα προτερήματα; Όχι. Άνθρωποι είναι κι αυτοί και κάνουν λάθη, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Όμως τόσες και τόσες φορές θυσιάζουν ακόμα και τη ζωή τους στο καθήκον. Χρέος της πολιτείας είναι να στέκεται πλάι τους, να τους επιλέγει με ψυχοτεχνικές εξετάσεις, αλλά και να τους στηρίζει ψυχολογικά σε όλη την περίοδο της υπηρεσίας τους.
Η ηρωίδα μου, η Ολίβια, μεγαλώνει δίπλα στον πατέρα της, που υπηρετεί στην αστυνομία, μαθαίνει να αγαπά το επάγγελμα, το επιλέγει συνειδητά. Είναι αστυνομικός γένους θηλυκού, και όπως όλες οι συνάδελφοί της αργά ή γρήγορα θα πρέπει να συνδυάσει τον ρόλο της με αυτόν της μητέρας και της συζύγου.
Να συνδυάσει το μπιμπερό με το όπλο.
Νιώθω περηφάνια για κάθε γυναίκα αστυνομικό που παλεύει καθημερινά με ένα σωρό εμπόδια, σε έναν χώρο ανδροκρατούμενο. Νιώθω περηφάνια και για την Ολίβια. Συμμερίστηκα όλα τα εμπόδια στο διάβα της, πάλεψα να ανακαλύψω τα κρυμμένα μυστικά της ζωής της. Κι αφήνω σ’ εσάς τις απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα του βιβλίου:
Υπάρχουν, άραγε, αλήθειες που δεν πρέπει να λέγονται; Αλήθειες που τρομοκρατούν, που γράφονται με ανεξίτηλα γράμματα στις καρδιές, που τις ματώνουν;
Και στα παιδιά μας; Πρέπει, άραγε, να λέμε την αλήθεια, να τα φέρνουμε αντιμέτωπα με τη σκληρή πραγματικότητα; Μήπως είναι προτιμότερα τα ψέματα; Υπονομεύουν, άραγε, τη σχέση μας μαζί τους; Ωφελούν ή βλάπτουν την ψυχική τους υγεία;
Ποια ευθύνη είναι μεγαλύτερη για μια μητέρα; Απέναντι στο παιδί της ή απέναντι στον εαυτό της;
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έρωτα, γάμοι χωρίς αγάπη;
Τι συμβαίνει όταν δεν καταφέρνουμε να κυριαρχήσουμε στο τέρας που τρυπώνει μέσα μας, το τέρας της ζήλιας;
Γιατί παθαίνουμε εμμονή με ανθρώπους που μας απορρίπτουν;
Γιατί συνηθίζουμε να θέλουμε αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε;
Η Ολίβια είναι ένα μυθιστόρημα που φαντάζει πεφταστέρι στα μάτια μου, που παλεύει να πλημμυρίσει τις λέξεις που έγραψα για τον «έρωτα» με φως. Η ηρωίδα μου είναι μια γυναίκα ευλογημένη. Συναντά τον έρωτα, τον δυνατό, τον σαρωτικό. Δεν την τρομάζει το μέγεθός του, βιώνει την τρέλα και το πάθος του. Νιώθει, δίνει και παίρνει, ματώνει, ξαναγεννιέται. Ο έρωτας της χαρίζει μαθήματα αιώνια, της γνωρίζει την αγάπη, βαθιά λαχτάρα της ύπαρξή της είναι.
Πιστεύω πως όλες οι γυναίκες κρύβουμε μια Ολίβια μέσα μας. Σαν κι εκείνη, αποζητούμε κάποιον να αρπάξει από το βλέμμα μας τον πόνο, να τον κάνει δικό του και μετά να τον ξορκίσει. Κάποιον που να μας κοιτάει και να μας λέει, χωρίς να μιλάει, όλα όσα θα θέλαμε να ακούσουμε.
Το χάρηκα στ’ αλήθεια αυτό το μυθιστόρημα, δε μετάνιωσα που ακολούθησα τα βήματα της αστυνομικού μου, βήματα τα οποία με οδήγησαν σε γεγονότα συγκλονιστικά.
Εύχομαι να το χαρείτε κι εσείς, να αφεθείτε στη μαγεία του, στη μαγεία της αγάπης, που τόσο απλά και τόσο εύκολα τα νικάει όλα. Είναι το σημείο όπου τελειώνει ο καθένας μας κι αρχίζει ο κόσμος όλος. Και η αγάπη είναι χάδι Θεού, άνοιγμα ψυχής.
Το μόνο αληθινό μας ταξίδι.
Ζούμε αληθινά από τότε που βρίσκουμε μια θέση στη ζωή των άλλων, όπως λέει κι ο αγαπημένος μου Τάσος Λειβαδίτης.
Και ο κόσμος μας υπάρχει μονάχα όταν τον μοιραζόμαστε…
*Τιρκουάζ, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020